- χαρτεμπορικός
- -ή, -ό, Ν [χαρτέμπορος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαρτέμπορο ή στο χαρτεμπόριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτεμπορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαρτεμπόριο ή στο χαρτέμπορο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)